αναστομώ

αναστομώ
-άω
1. διεγείρω, προκαλώ την όρεξη
2. (αμτβ.) λιγουρεύομαι, μού ανοίγει η όρεξη
3. μτφ. μιλώ με απρέπεια, αντιλέγω, αυθαδιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθ. ανά + στόμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναστομώνω — (Α ἀναστομῶ, όω) ανοίγω τρύπα, διανοίγω, διευρύνω άνοιγμα νεοελλ. 1. ακονίζω, τροχίζω 2. (για μέταλλα) ξαναβάφω 3. λειαίνω σωλήνα εσωτερικά 4. ιατρ. διενεργώ αναστόμωση 5. μέσ. αναστομώνομαι ανατ. συνενώνομαι, συμβάλλω αρχ. μέσ. 1. ανοίγομαι,… …   Dictionary of Greek

  • αναστόμωση — Στην ιατρική, α. ονομάζεται η συνένωση δύο αγγείων τα οποία αποτελούν με τον τρόπο αυτό ένα ενιαίο (τοξοειδήςα.) ή η συνένωση δύο παράλληλων αγγείων με ένα μικρότερο (εγκάρσια α.). Οι α., που είναι απαραίτητες για τις απολινώσεις, αφορούν συνήθως …   Dictionary of Greek

  • προαναστομώ — όω, Α 1. ανοίγω για πρώτη φορά 2. σιωπώ προκαταβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναστομῶ «ανοίγω τρύπα, διευρύνω άνοιγμα»] …   Dictionary of Greek

  • στρεβλωτήριος — α, ο / στρεβλωτήριος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το στρεβλωτήριο η στρέβλη αρχ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που βασανίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλῶ + επίθημα τήριος (πρβλ. ἀναστομω τήριος)] …   Dictionary of Greek

  • συναναστομώ — όω, ΜΑ συνδέω κάτι με κάτι άλλο σχηματίζοντας στόμιο αρχ. παθ. συναναστομοῡμαι, όομαι (για λίμνες ή ποτάμια) συνδέομαι με στόμιο, εκβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναστομῶ «ανοίγω τρύπα, άνοιγμα, στενεύω, σχηματίζω πορθμό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”